- κορτάκιας
- ο(χλευαστικά)αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. -άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ-άκιας, εξυπν-άκιας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορτάκιας — ο αυτός που αρέσκεται να ερωτοτροπεί με τις γυναίκες, ερωτιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερωτιάρης, -α, -ικο — αυτός που του αρέσει να ερωτεύεται, ερωτύλος, αλλ. κορτάκιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)